Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ-ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ


Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην
      αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφή-
      γκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του
      φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμί-
      λητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο
      σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού
      καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μου-
      ριάς που την ξεραίνει η κάψα.

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρω-
      τοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του
απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρ-
      ντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανά-
      μεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλο-
      καιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνά-
      ξουμε: αγαπώ.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα
      χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πα-
      τρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνω-
      ρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το
      θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά
      του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια
      στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλ-
      κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων
      και των αδελφών του.